- δυσθεραπευσία
- δυσ-θερᾰπευσία, ἡ,A difficulty of treatment, Cass.Pr. 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσθεραπευσίας — δυσθεραπευσίᾱς , δυσθεραπευσία difficulty of treatment fem acc pl δυσθεραπευσίᾱς , δυσθεραπευσία difficulty of treatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)